παυράς

παυράς
παυράς, άδος, poet. fem. of παῦρος, Nic. Th.210.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παυράς — άδος, ἡ, Α (μτγν·) μικρή, λίγη, βραχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. τού θηλ. τού επίθ. παῦρος] …   Dictionary of Greek

  • παυράδα — παυράς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”